- σκληρῇς
- σκληρόςhardfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληρῆς — σκληρός hard fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek
αποσταλινοποίηση — η απόρριψη των αρχών και των μεθόδων του σταλινισμού, εγκατάλειψη της σκληρής κομματικής γραμμής που ακολούθησε ο Στάλιν, απομάκρυνση από τα αξιώματα των προσώπων του στενού περιβάλλοντος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + Στάλιν + ποίησις ( η) < ποιώ … Dictionary of Greek
καταμεθύω — (Α) 1. φλυαρώ σαν μεθυσμένος εναντίον κάποιου 2. ενεργώ σαν μεθυσμένος λόγω δυστυχίας ή σκληρής δοκιμασίας … Dictionary of Greek
μάμπι — το 1. βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Colubrina reclinata 2. εμπορική ονομασία τής σκληρής ξυλείας αυτού τού δένδρου, το οποίο έχει φλοιό με σκούρο πορτοκαλί χρώμα και σκούρο καστανό ξύλο με κίτρινη απόχρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου … Dictionary of Greek
μυκητίαση — (Ιατρ.). Νόσος που οφείλεται στη δράση μυκήτων επί του ανθρώπινου οργανισμού ή επί κατοικίδιων κυρίως ζώων. Η συχνότερη και ελαφρότερη μ. είναι αυτή που προσβάλλει τις τρίχες (τριχοφυτίαση) και την επιδερμίδα (επιδερμοφυτίαση)· βαρύτερες είναι οι … Dictionary of Greek
παρεγκεφαλίδα — (Ανατ.). Τμήμα του εγκεφάλου, που βρίσκεται στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο, κάτω από τον ινιακό λοβό, από τον οποίο χωρίζεται με μια ινώδη διαφραγματική μεμβράνη ημισεληνοειδούς σχήματος, ονομαζόμενη σκηνίδιο. Μορφολογικά διακρίνεται σε μια κεντρική … Dictionary of Greek
πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… … Dictionary of Greek